Παπαλουκάς, Σπυρίδων

Παπαλουκάς, Σπυρίδων
(Δεσφίνα Παρνασσίδας 1892 – Αθήνα 1957). Έλληνας ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της ελληνικής υπαίθρου. Από το 1909 μέχρι το 1916 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Παρίσι (1916-21), στις Ακαδημίες Ζιλιάν και Γκραντ Σομιέρ. Το 1921 έλαβε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία ως πολεμικός ζωγράφος. Από το 1922 άρχισε να μελετά την ελληνική ύπαιθρο στην Αίγινα, στο Άγιο Όρος, στη Μυτιλήνη, στην Αττική, στη Σαλαμίνα κ.α. Σταθμό στη σταδιοδρομία του αποτέλεσε η εικονογράφηση της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας στην Άμφισσα. Το 1940 διορίστηκε διευθυντής της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων και το 1956 έγινε καθηγητής στο εργαστήριο ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Παρίσι, Ολλανδία, Βέλγιο, Βελιγράδι κ.α.). Κύριο θέμα, με το οποίο ο Π. καταπιάστηκε και σφυρηλάτησε τη ζωγραφική του εξέλιξη, ήταν το τοπίο. Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, σε παράλληλη προσπάθεια με τον Μαλέα και τον Παρθένη, αναζήτησε τους ζωγραφικούς τρόπους που, με την προϋπόθεση του ελληνικού φωτός και παρά τη διαλυτική του ενέργεια, θα επέτρεπαν την ανασύσταση του φυσικού αντικειμένου στον πίνακα (Τοπία από την Αίγινα, 1923). Έτσι, άνοιξε και απλοποίησε τη χρωματική του κλίμακα χωρίς να μειώσει την τονική ποικιλία την οποία κατόρθωσε να διατηρεί εναλλάσσοντας τις θερμές και τις ψυχρές ζώνες και ρυθμίζοντας ποσοτικά και σχηματικά τη γειτνίαση των συμπληρωματικών και αντίθετων χρωμάτων. Η ένταξη του τοπίου μέσα στον πίνακα γινόταν με συνθετική ακρίβεια, και η κατανομή των βαρών συνέβαλλε στην αρμονία του συνόλου. Την ίδια γραμμή ακολούθησαν τα τοπία του από το Άγιο Όρος, όπου εργάστηκε μετά την Αίγινα και μελέτησε τις χρωματικές αρμονίες των λεπτών γαλάζιων και των γκρίζων τόνων, και οι τοπιογραφίες της Λέσβου (Καμένο χωριό, 1925, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη, Χωριό της Λέσβου κ.ά.), στις οποίες η συνθετική σκέψη εξελίχθηκε και έδωσε στα έργα υψηλή διακοσμητική χροιά. Ύστερα ο Π. άρχισε μια νέα έρευνα για την ερμηνεία του τοπίου. Συνειδητοποίησε ότι το φυσικό φαινόμενο δεν είναι στατικό στον χώρο αλλά ότι δονείται, αραιώνει και πυκνώνει ανάλογα με τις επιπτώσεις του φωτός, και ακόμα ότι κάθε αντικείμενο δεν είναι αποκομμένο από το περιβάλλον του αλλά ζει μέσα σ’ αυτό και συμμετέχει με τον διάλογο των κραδασμών της ύλης του και των ατμοσφαιρικών μορίων. Για να αποδώσει το φαινόμενο αυτό, ο Π. χρησιμοποίησε μια στιγματογραφική σχεδόν τεχνική, περιόρισε ακόμα περισσότερο τη χρωματική του κλίμακα και διατύπωσε τις αμοιβαίες διεισδύσεις ατμόσφαιρας και αντικειμένου, ρίχνοντας στα δύο το ίδιο έγχρωμο φως. Με τη μέθοδο της στιγματογραφικής πινελιάς, ο Π. μετουσίωσε την ύλη και, χωρίς να αλλοιώνει τους όγκους της –αντίθετα, χρησιμοποίησε τη φορά της πινελιάς για να τους τονίσει–, την ανύψωσε από βαρύ, άκαμπτο και συμπαγές φαινόμενο σε φωτεινό και ολοζώντανο γεγονός (Σπίτια στου Κυπριάδη, ελαιογραφία, 1938, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη). Αυτό τον λυρικό διάλογο τον στήριζε με μια σοφή σύνθεση βασισμένη σε μαθηματικές σχέσεις και αρμονικές χαράξεις, που έδιναν στο σύνολο πνευματική υπόσταση. Όπως ήταν φυσικό, η καθαρή συνθετική διεργασία και η λιτότητα οδηγούσαν σταθερά τον Π. στην αφαίρεση. Ξεκινώντας πάντοτε από το πραγματικό αντικείμενο, προχώρησε στην αφαιρετική διεργασία με νεκρές φύσεις και άλλες συνθέσεις αντικειμένων. Τα επιτεύγματά του τα δοκίμασε και πάλι στην τοπιογραφία. Στα Σπίτια της Ύδρας, ένα από τα τελευταία έργα του, η μεγάλη απλοποίηση και ο συνθετικός περιορισμός όλων των εκφραστικών μέσων στα απόλυτα απαραίτητα, δίνει και στις παραμικρότερες πινελιές βαρύτητα και δύναμη, που σπάνια ξαναβρίσκονται στην ελληνική τέχνη. Αλλά το έργο του Π. δεν περιορίζεται στη ζωγραφική του καβαλέτου. Έχοντας από τις εμπειρίες του Αγίου Όρους εμβαθύνει στα προβλήματα της παραδοσιακής θρησκευτικής ζωγραφικής της ορθοδοξίας· διακόσμησε με σημαντικές τοιχογραφίες τη μητρόπολη της Άμφισσας (1926-31). Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία. Ως διεθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών, φρόντισε για τον εμπλουτισμό του Ιδρύματος με αξιόλογα έργα Νεοελλήνων καλλιτεχνών. Δυστυχώς, ο θάνατός του, έναν χρόνο μετά την εκλογή του στο εργαστήριο της ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, στέρησε τους σπουδαστές από έναν πολύτιμο και σοφό καθηγητή. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών, στην Πινακοθήκη Ρόδου, στο Μουσείο του Βελιγραδίου και σε ιδιωτικές συλλογές. Σπύρου Παπαλουκά: «Σπίτια στου Κυπριάδη», ελαιογραφία (1938). (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα). Σπύρου Παπαλουκά: «Προσωπογραφία αγοριού», ελαιογραφία. (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”